Skip to main content

Capsule

A dry fruit that splits in various ways at maturity, often along or between carpel margins; also the main part of a sporophyte in which different types of tissues develop.

Γενικά ξηρός (σπανίως σαρκώδης), διαρρηκτός καρπός προερχόμενος από σύνθετες ωοθήκες με πολλά καρπόφυλλα. Διακρίνονται διάφοροι τύποι κάψας ανάλογα με τον τύπο ή τη θέση διάρρηξης.

Abbreviation:
Cap
Τίτλος Όρου (Title GR):
Κάψα